- διαισθάνομαι
- διαισθάνθηκα, αντιλαμβάνομαι κάτι με το υποσυνείδητο, τη διαίσθηση και όχι τη λογική: Διαισθάνομαι ότι κάτι κακό θα συμβεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαισθάνομαι — διαισθάνομαι, διαισθάνθηκα βλ. πίν. 82 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαισθάνομαι — (AM διαισθάνομαι) προβλέπω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι με το υποσυνείδητο αρχ. κατανοώ, καταλαβαίνω πολύ καλά … Dictionary of Greek
διαισθανόμεθα — διαισθάνομαι perceive distinctly pres ind mid 1st pl διαισθάνομαι perceive distinctly imperf ind mid 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθανόμενον — διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid masc acc sg διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθόμενοι — διαισθάνομαι perceive distinctly aor part mid masc nom/voc pl διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mp masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθόμενος — διαισθάνομαι perceive distinctly aor part mid masc nom sg διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διῄσθετο — διαισθάνομαι perceive distinctly aor ind mid 3rd sg διαισθάνομαι perceive distinctly imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθανομένη — διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθανόμενοι — διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθανόμενος — διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)